- βάδην
- Αθλητικό αγώνισμα που προέρχεται από το κοινό βάδισμα. Διακρίνεται από το τρέξιμο στο ότι το πόδι που προβάλλει πρέπει να συναντήσει το έδαφος, προτού το άλλο πόδι αποσπαστεί από αυτό. Η διαφορά του από το συνηθισμένο περπάτημα είναι ότι το πόδι που στηρίζεται στο έδαφος πρέπει υποχρεωτικά να τεντώνεται στην κλείδωση του γόνατου. Οι αγώνες β. γίνονται στους στίβους ή σε δρόμους με άσφαλτο. Οι κλασικές αποστάσεις έχουν καθορισθεί σε 20 χλμ. (όταν πρόκειται για στίβους) και σε 50 χλμ., όταν πρόκειται για άσφαλτο. Οι αγώνες β. άρχισαν να διεξάγονται το β’ μισό του 19ου αι. πρώτα στην Αγγλία. Από το 1908 το β. περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα των Ολυμπιακών αγώνων, με εξαίρεση τους Ολυμπιακούς του 1928. Στο αγώνισμα β. που λέγεται αντοχής, σε ορισμένους αγώνες καθορίζονται αποστάσεις εκατοντάδων χλμ. (π.χ. ο αγώνας Στρασβούργου-Παρισιού, πάνω από 500 χλμ.). Από το 1934 το β. περιλαμβάνεται στους Πανευρωπαϊκούς αγώνες στίβου και θεωρείται από τα δημοφιλέστερα αγωνίσματα. Τα πρώτα χρόνια, το β. ήταν αποκλειστικά ανδρικό αγώνισμα, αλλά στις τελευταίες Ολυμπιάδες έχει περιληφθεί αντίστοιχο γυναικείο αγώνισμα, αν και σε μικρότερες αποστάσεις.
Αγώνας βάδην σε στίβο.
* * *(AM βάδην) επίρρ.με βήμα κανονικής πορείαςνεοελλ.(για άλογα) τετραποδισμός, είδος βαδίσματος κατά το οποίο τα πόδια υψώνονται και κατεβαίνουν στο έδαφος κατά διαγώνια δυάδααρχ.1. σιγά σιγά2. βαθμιαία3. πεζή, με τα πόδια (όχι πάνω σε άλογο ή άμαξα)4. αγώνισμα της κατηγορίας δρόμου με ένταση των κινήσεων βαδίσματος, στο οποίο δεν επιτρέπεται να φθάνει ο αθλητής στα όρια του τρεξίματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρημα σε -δην, ίσως αρχικά αιτιατική ονόματος, που ανάγεται σε ρίζα gwn(d)- «πηγαίνω, έρχομαι» (πρβλ. βαίνω).ΣΥΝΘ. αρχ. αναβάδην, αντιβάδην, καταβάδην, περιβάδην].
Dictionary of Greek. 2013.